- φωτίζω
- φώτισα, φωτίστηκα, φωτισμένος, μτβ. και αμτβ.1. δίνω φως, φέγγω, λάμπω: Αυτό το φανάρι δε φωτίζει καλά.2. μτφ., διαφωτίζω, δίνω εξηγήσεις, πληροφορώ, κάνω κάποιον ενήμερο: Θέλω να με φωτίσεις σ' αυτότο θέμα.3. έχω ισχυρή την όραση: Με όλα τα γερατειά της φωτίζει καλά, όταν περπατάει.4. ως απρόσ., φωτίζει ξημερώνει, γίνεται ημέρα, φέγγει.5. (εκκλησ.), το παθ. φωτίζομαι βαφτίζομαι (πρβλ. νεοφώτιστος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.